σαράβαρο

σαράβαρο
το / συν. στον πληθ. τὰ σαράβαρα, ΝΜΑ
(στους Πέρσες) είδος φαρδιάς βράκας, το σαλβάρι
μσν.
είδος μουσικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί δάνειο, πιθ. από την Ιρανική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”